> από το ‘στίζω’ (δημιουργώ σημάδι σε μία επιφάνεια). Η αρχική ερμηνεία του ρήματος αναφερόταν στο σημαδεμό -μέσω καψίματος ή κοψίματος- του δέρματος των εγκληματιών ή των σκλάβων ώστε να τους αναγνωρίζουν και να τους αποφεύγουν σε δημόσιους χώρους (Goffman, 1963)